εμβολίζω

εμβολίζω
εμβόλισα, μτβ., σπρώχνω ή διανοίγω με το έμβολο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εμβολίζω — εμβολίζω, εμβόλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμβολίζω — 1. ανοίγω με το έμβολο 2. χτυπώ εχθρικό πλοίο με εμβολή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”